ψευδάνθρακας

ψευδάνθρακας
Φλεγμονώδης δερματοπάθεια, που οφείλεται συνήθως στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και συνένωση πολλών δοθιηνών. Παθογόνο αίτιο του ψ. είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και σπανιότερα ο στρεπτόκοκκος, που εισχωρεί στο δέρμα από τον θύλακο των τριχών ή τους σμιγματογόνους αδένες και εξαπλώνεται στον ιστό κάτω από την επιδερμίδα. Ο αλκοολισμός και διάφορα νοσήματα (διαβήτης κ.ά.), που ελαττώνουν την αντίσταση του οργανισμού, αποτελούν προδιαθετικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της πάθησης. Ο ψ. εντοπίζεται στον αυχένα, την πλάτη και τους γλουτούς, σπάνια δε στην κοιλιά και τα χείλια και ενδέχεται να αποβεί σοβαρότατη πάθηση. Η θεραπεία με αντιβιοτικά φέρνει θετικά αποτελέσματα.
* * *
ο, Ν
ιατρ. συρροή δοθιήνων με φλεγμονώδη διήθηση στην περιβάλλουσα περιοχή τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδάνθραξ, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψευδάνθρακας — ο πάθηση του δέρματος, καλοήθης άνθρακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • σπυρί — το, Ν 1. εξάνθημα ή τοπική φλεγμονή τού δέρματος 2. σπόρος, κόκκος φυτού («λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάννα τό ζηλεύει», Σολωμ.) 3. φρ. «κακό σπυρί» ψευδάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *σπυρ ίον υποκορ. τού σπυρός δωρ. τ. τού πυρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”